Αντρέας Παναγίδης
Ο Ανδρέας Παναγίδης γεννήθηκε στο Παλιομέτοχο στις 30 Ιανουαρίου του 1934. ήταν σπουδαίος άνθρωπος και εξίσου γενναίος με όλους τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Κατόρθωσε, παρά το νεαρό της ηλικίας του να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, αλλά και να αγωνιστεί για την πατρίδα του. Πολέμησε γενναία και σήμερα ανήκει στους αθάνατους ήρωες, αφού ήταν ένας από τους εννέα απαγχονισθέντες. Ήταν ο μόνος που είχε παιδιά, αλλά δεν κατάφερε να τα δει να μεγαλώνουν, αφού όταν απαγχονίστηκε ήταν πολύ μικρά. Αυτά τα τρία παιδιά μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν και του χάρισαν έξι εγγόνια. Ένα απ’ αυτά τα παιδιά είμαι κι΄εγώ και είναι τιμή μου να έχω αυτό τον ήρωα για παππού. Ο Ανδρέας Παναγίδης ήταν καλός οικογενειάρχης και λάτρευε τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αυτή του η αγάπη φαινόταν μέσα από τις πράξεις του. Παρά τη φτώχεια που επικρατούσε εκείνη την εποχή, φρόντιζε ν’ αγοράζει καθημερινά καραμέλες στα παιδιά του όταν επέστρεφε στο σπίτι από τη δουλειά. Του άρεσε να ρίχνει ψηλά τις καραμέλες και να βλέπει τα παιδιά να τρέχουν να τις μαζέψουν. Τότε εργαζόταν σαν επιπλοποιός αλλά για ένα μικρό χρονικό διάστημα δούλεψε και σαν μάγειρας στη N.A.A.F.I. του αεροδρομίου Λευκωσίας. Ήταν αχώριστος φίλος με το Μιχαήλ Κουτσόφτα και πάντα βοηθούσε ό ένας τον άλλο. Πριν ακόμη ενταχθούν στην ΕΟΚΑ, ύψωναν κάθε βράδυ την ελληνική σημαία, σε διάφορα σημεία του χωριού, αλλά το επόμενο πρωί την κατέβαζαν οι Άγγλοι. Ένα βράδυ αποφάσισαν ν’ ανέβουν στον ευκάλυπτο στην πλατεία του χωριού κι’ εκεί ύψωσαν τη σημαία στο πιο ψηλό σημείο. Κατεβαίνοντας έκοψαν όλα τα κλαδιά του ευκάλυπτου ώστε κανένας να μην μπορεί να κατεβάσει τη σημαία. Το επόμενο πρωί μάταια οι Άγγλοι προσπαθούσαν να κατεβάσουν τη σημαία. Έτσι αναγκάστηκαν να κόψουν τα δέντρα. Η ορκομοσία τους στην ΕΟΚΑ έγινε από τον τομεάρχη Κυριάκο Γωγάκη. Το τελευταίο βράδυ πριν τον συλλάβουν οι Άγγλοι, ο Ανδρέας Παναγίδης το πέρασε με την οικογένειά του. Έπαιξε και γέλασε με τα παιδιά του. Ύστερα πήρε τον Αριστείδη που ήταν τεσσάρων ετών στα πόδια του και τον ρώτησε αν ήξερε για τον Καραολή και το Δημητρίου. Ο μικρός του απάντησε «είναι ήρωες παπά». Ύστερα ρώτησε τον πατέρα του «παπά θα γίνεις κι’ εσύ ήρωας;». Ο Παναγίδης αρχικά τα έχασε και αφού δάκρυσε του απάντησε «αν το θέλει ο Θεός γιε μου θα γίνω». Αμέσως μετά έβαλε τα παιδιά για ύπνο και τα φίλησε. Αυτές ήταν οι τελευταίες στιγμές του Παναγίδη με την οικογένειά του. Την επόμενη μέρα 16 Μαΐου 1956, ο Παναγίδης, ο Κουτσόφτας και ο Παρασκευάς Χοιροπούλης, πήγαν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας, στο παρατηρητήριο “Όμηρος”. Στόχος τους ήταν να πάρουν τα όπλα που βρίσκονταν εκεί και να απαγάγουν τον Άγγλο στρατιώτη που τα φρουρούσε. Το στρατιώτη σκόπευαν να τον ανταλλάξουν με το Χαρίλαο Μιχαήλ ή τον Αντρέα Ζάκο. Τη συγκεκριμένη μέρα όμως, σε μικρή απόσταση από το παρατηρητήριο, υπήρχαν πολλοί στρατιώτες που τοποθετούσαν συρματοπλέγματα. Μέσα στο παρατηρητήριο, αντί ένας στρατιώτης, υπήρχαν δύο. Έγινε μεγάλη μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε ο ένας στρατιώτης και τραυματίστηκε ο δεύτερος. Οι τρεις τους, προσπάθησαν να διαφύγουν, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφεραν. Πρώτος συνελήφθη ο Παναγίδης και μετά από 10 λεπτά ο Κουτσόφτας. Δυόμισι ώρες μετά, συνελήφθη και ο Χοιροπούλης με τη βοήθεια ελικοπτέρου. Οδήγησαν και τους τρεις αγωνιστές στο αεροδρόμιο, όπου και τους βασάνισαν φοβερά. Μετά οδήγησαν τον Παναγίδη στην Ομορφίτα, τον Κουτσόφτα στον Άγιο Δομέτιο και το Χοιροπούλη στο Σαράγιο. Η δίκη ξεκίνησε στις 13 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση. Η απόφαση έλεγε ότι ο Παναγίδης με τον Κουτσόφτα θα απαγχονίζονταν, ενώ ο Χοιροπούλης θα εξοριζόταν. Δικηγόροι των δύο αγωνιστών ήταν ο Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, ο Γλαύκος Κληρίδης, ο Ρένος Λυσιώτης και ο Τίτος Φάνος. Κατά τη διάρκεια της κράτησης τους, πέρασαν φοβερά βασανιστήρια από τους Άγγλους. Ο Παναγίδης, εκτός από τη σωματική πέρασε και από ψυχολογική βία, γιατί οι Άγγλοι πίστευαν ότι θα πρόδιδε πιο εύκολα την πατρίδα του, αν έβαζαν μπροστά τα παιδιά του. Μια μέρα αφού τον βασάνισαν, τον ρώτησαν πόση περιουσία θ’ αφήσει στα παιδιά του. Ο Παναγίδης τους απάντησε «ούτε γρόσι, μόνο το όνομα μου». Τότε οι Άγγλοι άνοιξαν μια βαλίτσα γεμάτη χρήματα και του είπαν ότι αν πρόδινε ένα συναγωνιστή του για κάθε παιδί του θα τον άφηναν ελεύθερο και θα γινόταν πλούσιος. Τότε ο Παναγίδης έριξε την τσάντα στο πάτωμα και τους είπε ότι προτιμά τα παιδιά του να ζήσουν μια δύσκολη ζωή και να είναι περήφανα παρά να τον θεωρούν προδότη.
Οι Άγγλοι είχαν υποσχεθεί στον Παναγίδη ότι θα του επέτρεπαν να δει τα παιδιά του, να τ’ αγκαλιάσει και να τα φιλήσει την τελευταία μέρα. Όταν η οικογένεια πήγε να τον επισκεφθεί για τελευταία φορά η αγγλίδα δεσμοφύλακας απαγόρευσε την είσοδο των παιδιών στις φυλακές. Τότε η σύζυγος του Παναγίδη, Γιαννούλα, δεν άντεξε και αρπάζοντας το μικρότερο παιδί της από τα χέρια της Αγγλίδας το έριξε στο χώμα και της επιτέθηκε. Την κτύπησε άγρια και κατάφερε να πάρει τα παιδιά της στον πατέρα τους. Δεν επέτρεψαν στον Παναγίδη να τ’ αγκαλιάσει, αλλά τουλάχιστον τον είδαν για τελευταία φορά.
Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς τις τελευταίες στιγμές των ηρώων. Χόρευαν και τραγουδούσαν με όλη τους την ψυχή. Ο πατέρας του Παναγίδη αυθόρμητα έβγαλε ένα μαντίλι για να χορέψει με το γιο του. Επειδή όμως δεν μπορούσε να πάρει το μαντίλι, ακούμπησαν τα χέρια πάνω στο σύρμα της πόρτας και ξεκίνησαν να χορεύουν. Ο γιος του Παναγίδη, Αριστείδης, κτυπούσε τα χέρια φωνάζοντας «όπα». Ο Παναγίδης τότε του είπε: «χόρεψε γιε μου, χόρεψε για το μεγάλο ταξίδι που θα κάνει απόψε ο πατέρας σου». Ο πατέρας του Παναγίδη με δυνατή φωνή απήγγειλε το ποίημα: «τι τιμή στο παλικάρι όταν πρώτο στη φωτιά σκοτωθεί για την πατρίδα με τη σπάθα στη δεξιά» και η μάνα του απάγγειλε το τσιαττιστό «ήθελα να’ μουν νια για να πάω πολεμήσω και έτσι αιώνιον ζωή να την κληρονομήσω». Έτσι αποχαιρέτησαν οι οικογένειες τους τρεις μελλοθανάτους. Έτσι αντιμετώπισαν οι τρεις το θάνατο τους. Απαγχονίστηκαν στις 21 Σεπτεμβρίου 1956.
Για μένα ο Ανδρέας Παναγίδης είναι πολύ ξεχωριστό άτομο. Είμαι περήφανη που είναι παππούς μου και ξέρω ότι το όνομα του είναι η μεγαλύτερη και πιο βαριά κληρονομιά που μπορούσε ν’ αφήσει στα παιδιά και τα εγγόνια του. Η τιμή είναι τεράστια για κάθε άνθρωπο που συγγενεύει με έναν ήρωα και ο θαυμασμός που τρέφω για τον παππού μου και για κάθε ήρωα είναι απερίγραπτος. Εύχομαι μόνο να υπήρχαν περισσότεροι άνθρωποι σαν κι αυτούς, έτοιμοι να θυσιάσουν κάθε τι που αγαπούν, για χάρη των ιδανικών τους, για χάρη της πατρίδας, για χάρη της ελευθερίας.
(Αφήγηση από την εγγονή του ήρωα Μαρία Λαονάρη, απόφοιτο του Λυκείου Μ. Κουτσόφτα – Α. Παναγίδη)
«είμεθα όλοι καλά και με την αδελφική μας φιλία που έχουμε ο ένας για τον άλλο, γλυκαίνουμε τον πόνο και το δάκρυ. Με την αγνή μας ψυχή και τα πατριωτικά μας τραγούδια κάνουμε να λάμπουν και να δονούν τα κελιά του θανάτου.
Αυτά τα σκοτεινά κελιά που άλλοτε ήταν κελιά της φρίκης και του τρόμου, είναι τώρα κελιά λαμπερά, χαράς και περηφάνιας. Αδελφέ μου, περιμένουμε τη μέρα της εκτέλεσης μας σαν άγια ώρα της ελευθερίας….». |
(Απόσπασμα επιστολής του Α. Παναγίδη προς τον αδελφό του Κυριάκο) |
Μιχαήλ Κουτσόφτας
Ο Μιχαήλ Κουτσόφτας γεννήθηκε στις 12 Νοεμβρίου 1934 στο Παλιομέτοχο. Γονείς του ήταν η Ελένη Κυριάκου Κουτσόφτα και ο Κυριάκος Κουτσόφτας ο οποίος είχε πεθάνει όταν ο Μιχάλης ήταν μόλις τεσσάρων χρονών. Είχε ακόμα πέντε αδέλφια, τον Κώστα, την Ολυμπιάδα, τον Πέτρο, την Άννα και την Παρασκευή. Ήταν παντρεμένος με την Ευγενία, αλλά δεν πρόλαβαν να αποκτήσουν παιδιά . Του άρεσαν τα σπορ γι’ αυτό έκανε βάρη και όλα τα αθλήματα σωματικής διάπλασης τα οποία τον έκαναν δυνατό. Αγαπούσε ιδιαίτερα την αδελφή του Παρασκευή και λυπόταν γιατί ήταν η μόνη που έμεινε ανύπαντρη. Επίσης του άρεσε να κάνει φιλίες και αγαπούσε ιδιαίτερα σαν αδέλφια του τον Αντρέα Παναγίδη και τον Παρασκευά Χοιροπούλη, τους δύο νέους μαζί με τους οποίους συνελήφθηκε για το φόνο του Άγγλου σμηνία. Όταν αποφοίτησε από το Δημοτικό Σχολείο εργαζόταν σαν οικοδόμος στο Παλιομέτοχο. Αργότερα έφυγε και πήγε κοντά στο θείο του στη Λευκωσία. Πριν αναμιχθεί στον αγώνα εργαζόταν σε υφαντουργείο ως μπογιατζής. Η μητέρα του τον αγαπούσε πολύ, γιατί ήταν ένα παιδί γλυκό, ήσυχο και όμορφο. Ποτέ του δε δημιούργησε πρόβλημα.
Για τον αγώνα δεν ανέφερε τίποτα σε κανένα. Η οικογένειά του, έμαθε το ενδιαφέρον του όταν κρέμασαν τους Μιχαήλ Καραολή και Ανδρέα Δημητρίου. Μόλις ο Κουτσόφτας και ο Παναγίδης έμαθαν το γεγονός, πήραν από μια σημαία, μάζεψαν το χωριό κι έκαναν παρέλαση. Μετά έβαλαν τις σημαίες πάνω σε δύο ευκάλυπτους στο κέντρο του χωριού, εκεί που είναι τώρα η εκκλησία. Έρχονταν οι Άγγλοι και τις κατέβαζαν. Τη νύκτα έβαζαν άλλες. Μάλιστα, μια φορά καθάρισαν τους ευκάλυπτους για να μην μπορούν να ξαναϋψώσουν σημαία, χωρίς όμως να γνωρίζουν ποιοι το έκαναν. Μια νύκτα, ο Παναγίδης μαζί με τον Κουτσόφτα, κάρφωσαν καρφιά πάνω στο δέντρο και ύψωσαν πάλι τη σημαία με κίνδυνο της ζωής τους. Άλειψαν μάλιστα τον κορμό των ευκαλύπτων με γράσο για να μην μπορούν οι Άγγλοι να την κατεβάσουν. Όταν την άλλη μέρα ήρθαν και την είδαν να κυματίζει, έκοψαν τους ευκαλύπτους. Απ’ αυτό το περιστατικό, ο ιερέας του Παλιομετόχου κατάλαβε πόσο αποφασισμένοι ήταν και γι’ αυτό τους μίλησε για την ΕΟΚΑ. Ορκίστηκαν από τον τομεάρχη Κυριάκο Γωγάκη.
Όταν κρέμασαν τους Καραολή και Δημητρίου αναστατώθηκε τόσο πολύ που έχασε τον ύπνο του. Όταν τον ρώτησε η μητέρα του πώς οι μανάδες τους θ’ αντέξουν το χαμό των παιδιών τους, ο Μιχάλης απάντησε: «για την ελευθερία όλοι ανοίξαμε τα στήθη μας, μητέρα. Πόσοι και πόσοι γυρίζουν στα βουνά πεινασμένοι και στερημένοι για να μας χαρίσουν τη Θεία Ελευθερία! Πρέπει να είσαι γνήσια Ελληνίδα, γιατί αυτό αύριο μπορεί να μου συμβεί κι εμένα».
Μετά από το περιστατικό με τις σημαίες πήγε ο Παναγίδης και τους φώναξε να φύγουν. Από εκείνη τη μέρα δεν τους ξαναείδαν στο σπίτι. Κάποιος συγχωριανός τους αστυνομικός, ειδοποίησε ότι τους συνέλαβαν μαζί με το Χοιροπούλη με την κατηγορία ότι πυροβόλησαν και σκότωσαν κοντά στο αεροδρόμιο Λευκωσίας ένα άγγλο σμηνία της αγγλικής αεροπορίας και καταδικάστηκαν σε θάνατο την ίδια μέρα μαζί με το Στέλιο Μαυρομάτη. Ο Χοιροπούλης καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση.
Ένα περιστατικό που αξίζει αναφοράς είναι όταν πήγε η αδελφή του Κουτσόφτα για επίσκεψη στον Παναγίδη. Καθώς μιλούσε με τον Ανδρέα κάποιος την κτύπησε στην πλάτη. Γύρισε και είδε το Χασαμπουλή, έναν τούρκο δεσμοφύλακα. Συνέχισε την κουβέντα της όταν την ξανακτύπησαν στην πλάτη. Γύρισε και βρέθηκε στην αγκαλιά του αδελφού της. Ούτε εκείνη έκλαψε, ούτε και εκείνος. Ήταν τόση η χαρά της που την κρατούσε πάνω του. Ευχαρίστησε τον Χασαμπουλή με ένα βλέμμα αγάπης και εκείνος της είπε: «σου τον έφερα να τον φιλήσεις, να κουβεντιάσετε και όταν βγεις έξω, βάλε φωνή και πες τι έγινε και χάνω τη δουλειά μου». Μεταξύ των τελευταίων επισκεπτών ήταν και ο πεθερός του Παναγίδη, ο κος Αριστείδης Χαραλάμπους. Σε μια επιστολή του προς το «Έθνος» περιέγραφε τη συγκινητική συνάντησή του με τους μελλοθάνατους. Ανάμεσα σε άλλα γράφει ότι οι επισκέπτες έφευγαν με την εξής φράση: «γεια σας παλικάρια». Ο κος Χαραλάμπους, είπε στους μελλοθάνατους να κάνουν τρεις φορές το σταυρό τους για τελευταία φορά και μετά να βαδίσουν προς την αγχόνη. Ο Παναγίδης του είπε πως τους συγκίνησε πολύ και ότι θα βαδίσουν προς την αγχόνη σαν ελληνόπουλα. Ο Μαυρομάτης είπε: «θείε Αριστείδη όταν μας εκτελέσουν και θα μας κάνετε μνημόσυνα, να μας μνημονεύουν και τους τρεις μαζί, διότι εδώ είμαστε και οι τρεις αδέλφια. Δεν θέλουμε στα κόλλυβα και στα κεριά να μας βάλλουν μαύρα ρούχα. Μόνο κεριά άσπρα και κορδέλες άσπρες και γαλάζιες, διότι αποθνήσκομεν ως Έλληνες». Στο ίδιο πνεύμα μίλησε και ο Κουτσόφτας. Επίσης, γράφει ότι καθώς έφυγε από τους μελλοθάνατους, όλοι μαζί έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο.
Ένα άλλο περιστατικό, είναι όταν η μητέρα του Κουτσόφτα, έκανε τάμα στον Απόστολο Ανδρέα μια λαμπάδα με βάρος ίσα με τα κιλά του γιου της. Στην πρώτη είσοδο κατέβηκε από το αυτοκίνητο και με τα γόνατα ξεκίνησε να φθάσει ως το μοναστήρι. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η μικρότερη αδελφή του, Παρασκευή, περπατώντας δίπλα της, της έδινε νερό ή της έριχνε λίγο πάνω από το κεφάλι για να δροσιστεί. Τα χέρια και τα πόδια της είχαν φουσκώσει και την πονούσαν τόσο πολύ, ώστε την επόμενη μέρα να μην μπορεί να επισκεφθεί το γιο της.
Η εκτέλεση τους θα γινόταν τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 20 Σεπτεμβρίου, ξημερώματα Παρασκευής. Πήγαιναν κάθε μέρα και τους έβλεπαν στις Κεντρικές Φυλακές. Στις 23 Ιουλίου ζητήθηκε η έφεση τους, που παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των δικηγόρων τους απορρίφθηκε. Στις 20 Σεπτεμβρίου, δηλαδή την προηγούμενη της εκτέλεσης τους, ένας ιερέας του χωριού, ο Παπαντώνιος Ερωτοκρίτου, επισκέφθηκε τους μελλοθάνατους στα κελιά τους. Τους είπε ότι θα πήγαινε να φέρει τη Θεία Κοινωνία και ό,τι χρειαζόταν για το Άγιο Ευχέλαιο. Όταν επέστρεψε στην είσοδο οι φρουροί θέλησαν να του κάνουν έλεγχο, αλλά δε δέχτηκε γιατί κρατούσε τη Θεία Κοινωνία. Άφησε το Άγιο Ποτήρι με το νάμα στο ναΐσκο των φυλακών και τότε δέχτηκε να του κάνουν έλεγχο. Γύρω στις 6μ.μ. έκανε το Άγιο Ευχέλαιο και τους εξομολόγησε χωριστά. Μάλιστα τους συμβούλευσε να μη φάνε και να προσεύχονται μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής τους.
Όλη νύκτα έψαλλαν εθνικά τραγούδια και θρησκευτικούς ύμνους. Τα μεσάνυχτα έψαλλαν τον Ακάθιστο Ύμνο. Γύρω στις 12.45π.μ. ακριβώς, ο Παναγίδης φώναξε στους υπόλοιπους ότι έφτασε η ώρα και τότε άρχισαν να ψάλλουν τον Εθνικό Ύμνο.
«Αγαπητέ μου αδελφέ χαίρε, Εγώ είμαι καλά και ρωτώ για την καλή σας υγεία. Αν και βρίσκομαι μέσα στη σκοτεινή μου φυλακή, η σκέψη μου, η καρδιά μου και η ψυχή μου είναι πάντα μαζί σας. Από τον καιρό της φυλακίσεως μου, δεν σας χωρίστηκα ποτέ, γιατί κάθε μου λέξη, έχει και το δικό σας όνομα. Έχω το ίδιο θάρρος και τη ψυχραιμία, όπως πριν. Αν ο Θεός το θελήσει, να δώσουμε το αίμα μας, περιμένουμε εκείνη την ώρα με υπερηφάνεια και με ψηλά το κεφάλι. Μονάχα ο Πανάγαθος Θεός, κυβερνά τη μοίρα μας. Έχουμε μονάχα τις ελπίδες μας στο μεγάλο Θεό μας. Κι εσείς, αδελφέ, έχετε θάρρος και ψυχραιμία. Αν είναι να πεθάνουμε για την πατρίδα, θεία είναι η Δάφνη. Μια φορά κανείς πεθαίνει.
Αν και ξέρουμε ποια τύχη μας περιμένει, εντούτοις, είμεθα έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το θάνατο, σαν Έλληνες. Η μόνη απάντηση, που θα λάβουν οι κυβερνήτες μας είναι αυτή: “Ελευθερία ή θάνατος”. Θα σταθούμε, εμείς γνήσια, παιδιά της Κύπρου. Σταθείτε κι εσείς γνήσιοι Έλληνες γονείς και αδέλφια. Μονάχα αδελφέ μου δίδετε θάρρος στη μητέρα μας. Δεν θέλω να λυπήστε καθόλου για μένα. Όλοι οι θανατοποινίτες ζούμε σαν μια οικογένεια και είμεθα όλοι ψύχραιμοι. Τα τραγούδια και τα εθνικά άσματα, δεν λείπουν ποτέ από το στόμα. Και έτσι ούτε καν σκεφτόμαστε τα δεσμά. Μόλις πάρεις το γράμμα μου δώσε τους πιο εγκάρδιους χαιρετισμούς μου στη μητέρα μου και σε όλα τα αδέλφια μας και ιδιαίτερα στην οικογένεια σου. Έχετε χαιρετισμούς, από όλους τους θανατοποινίτες και ιδιαίτερα από τον Ανδρέαν. |
Με χαρά και αγάπη ο αδελφός σας Μιχαήλης Κουτσόφτας |
(Αφήγηση από τη Βασούλα Ψηλογένη, συγγενή της οικογένειας του ήρωα, απόφοιτο του Λυκείου Μ. Κουτσόφτα – Α. Παναγίδη)
Μνημείο Πεσόντων 1974
Στο χωριό Παλαιομέτοχο στην δυτική όχθη του ποταμού Κούτη, μέσα στο πανέμορφο κοινοτικό πάρκο και απέναντι από τον Ιερό Ναό Παναγία Οδηγήτρια, σε ένα χώρο όπου συνυπάρχουν όλα εκείνα που συντελούν στην σύσφιξη και διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού της κοινότητας, οι άνθρωποι έκτισαν ένα καλλιμάρμαρο μνημείο και το αφιέρωσαν στους νεκρούς και αγνοούμενους Ήρωες του 1974,σαν ελάχιστο φόρο τιμής για τη θυσία τους αλλά και για να αποτελούν φάρο και πυξίδα για τις νεότερες γενεές των Ελλήνων της Κύπρου.
Πηγη: www.ix-andromeda.com